ανδροστερόνη

ανδροστερόνη
Στεροειδής γεννητική oρμόνη της κατηγορίας των ανδρογόνων. To 1931, ο Γερμανός βιοχημικός Άντολφ Μπούτεναντ πέτυχε την απομόνωσή της από τα αντρικά ούρα. Έχει μοριακό τύπο C19H20O2. O γιουγκοσλαβικής καταγωγής Ελβετός βιοχημικός Λέοπολντ Ρουζίσκα κατόρθωσε να την παρασκευάσει και συνθετικά από τη χοληστερόλη. Η α. ελέγχει τα δευτερεύοντα αντρικά χαρακτηριστικά, την ανάπτυξη των συμπληρωματικών αναπαραγωγικών οργάνων, την ανάπτυξη και την κατανομή του τριχώματος κ.ά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ανδρογόνα — Στεροειδείς ορμόνες. Οι σπουδαιότερες είναι η τεστοστερόνηκαι η ανδροστενδιόνη που παράγονται στους όρχεις. Η ανδροστενδιόνη και το παράγωγό της 11 υδροξυανδροστενδιόνη εκκρίνονται επίσης από τον φλοιό των επινεφριδίων, τόσο των αρσενικών όσο και …   Dictionary of Greek

  • στεροειδή ή στερεοειδή — Μεγάλη κατηγορία οργανικών ενώσεων, που έχουν στο μόριό τους έναν κοινό βασικό πυρήνα (μητρικός πυρήνας), το στεράνιο, ο οποίος αντιστοιχεί στον τύπο C17H28. Η δυνατότητα ύπαρξης πολλών διαφορετικών ενώσεων από τον ίδιο σκελετό οφείλεται στις… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”